εξαρχής

εξαρχής
επίρρ.
1) с самого начала; 2) сначала, снова

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εξαρχής" в других словарях:

  • εξαρχής — και ξαρχής (AM ἐξ ἀρχῆς, Μ και [ἐ]ξαρχῆς) επίρρ. από την αρχή μσν. 1. ανέκαθεν («ἐξαρχῆς πιστὸς εἰς τὸν δεσπότην», Χρον. Τόκκ.) 2. (με την πρόθ. ὡς) «ὡς ἐξαρχής» κατά γενικό κανόνα («καίπερ εἰπεῑν ὡς ἐξαρχῆς ό φθόνος οὐκ ἐκλείπει εὶς βασιλεῑς»,… …   Dictionary of Greek

  • εξαρχής — επίρρ. χρον., απ την αρχή, από παλιά, ανέκαθεν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαναρχής — επίρρ. εξαρχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξάναρχα + επιρρμ. κατάλ. ής (πρβλ. εξαρχής)] …   Dictionary of Greek

  • χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • άνωθεν — κ. θε (Α ἄνωθεν κ. θε) επίρρ. [άνω] από επάνω, από ψηλά νεοελλ. φρ. «η διαταγή εδόθη άνωθεν» από ψηλά, από την κορυφή της ιεραρχίας ή από κάποιον με πολύ υψηλό αξίωμα μσν. από τον ουρανό («ἄνωθεν καταπέμψας») αρχ. 1. από το εσωτερικό ενός τόπου 2 …   Dictionary of Greek

  • ανέκαθεν — (AM ἀνέκαθεν) επίρρ. χρον. εξαρχής, από την αρχή, από καταγωγή αρχ. τοπ. από ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + εκάς («άνω, μακριά») + καταλ. θεν] …   Dictionary of Greek

  • αρχεδίκης — ἀρχεδίκης, ο (Α) ο νόμιμος ιδιοκτήτης, αυτός που κατέχει κάτι εξαρχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχε * + δίκης < δίκη (πρβλ. αγωνοδίκης, ειρηνοδίκης κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη …   Dictionary of Greek

  • δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού …   Dictionary of Greek

  • εξώλης — ο, η (AM ἐξώλης, ες) 1. ο τελείως διεφθαρμένος ηθικά 2. φρ. «ἐξώλης καὶ προώλης» τελείως διεφθαρμένος ευθύς εξαρχής αρχ. ο τελείως κατεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. με α συνθετικό την πρόθεση εξ και β την εκτεταμένη βαθμίδα (ωλ ) τού ρ. όλλυμι*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»